Τα χείλη της βαμμένα με κόκκινο κραγιόν... στα μάτια της μαύρο μολύβι... συνοδεύει αρμονικά τους μαύρους κύκλους ... τα μαλλιά της μυρίζουν άνοιξη... η ανάσα της κρασί... το σώμα της λαχτάρα και πόθο... στα δάχτυλα μόνιμα ένα λευκό τσιγάρο... ακούει μουσική... αγαπημένη... μελωδική... θλιμμένη... ερωτική... πάντα... το μυαλό της σκέφτεται... σελίδες ατελείωτες, μουτζούρες, θαυμαστικά, ερωτηματικά, τρεις τελείες... περιμένει ... η καρδιά της δεν μπορεί να βρει κανονικό ρυθμό... χτυπάει γρήγορα... μια τζούρα απ το τσιγάρο.. μια γουλιά απ’ το κρασί... ελπίζει να την ηρεμήσουν... πώς όμως; `Ολη της η ύπαρξη αποζητά τον «γνωστό – άγνωστο»... `Οπου να’ ναι θα’ ρθει... `Ενα βήμα μπροστά, τρία πίσω... Από το πρώτο μήνυμα... από το πρώτο της «θέλω»... φοβάται... ζει σ έναν κόσμο εμμονικό, σ’ ένα πλήθος τρελό, σε μια εποχή που ο έρωτας είναι μονάχα ένα εύκολο γαμήσι... μια λατρεία του εαυτού τους, ένα “like” σε μια πρόστυχη φωτογραφία ... αυτά μετράνε σήμερα... κι εκείνη έχει χάσει το μέτρημα γιατί σιχαίνεται τα εύκολα, αηδιάζει με τους κλώνους που περπατάνε υπεροπτικά γύρω της μ’ ένα απίστευτο «εγώ», τρομάζει στον κάθε έναν που την πλησιάζει για να ικανοποιήσει μονάχα τον στιγμιαίο πόθο του, μέχρι να πάει παρακάτω...
Σε λίγο θα’ ρθει... κι αν έρθει, εκείνη τι θα κάνει; Το τσιγάρο τελείωσε... σε λίγο θα ανάψει άλλο... το κρασί κατεβαίνει στο λαιμό της, πηγαίνει σαν ποτάμι στις φλέβες της, τη ζαλίζει τόσο, όσο ... Σκέφτεται τα χείλη του, τα δάχτυλά του, φαντάζεται τη μυρωδιά στο λαιμό του, το βλέμμα των ματιών του... δάκρυα ξεφεύγουν από τα μάτια της, μπερδεύουν το μαύρο μολύβι με τους μαύρους κύκλους και γίνονται μαύρες θάλασσες... περνάει από τη σκέψη της ο χαμός του πατέρα της ... για άλλη μια φορά... ποιος να την καταλάβει; Και γιατί άλλωστε; Δεν της χρωστάει κανείς... Ο πόνος της μετατρέπεται σε λαγνεία... Φαντάζεται... για άλλη μια φορά φαντάζεται ... τον «γνωστό – άγνωστο» να μπαίνει από την πόρτα της... της χαμογελά ελάχιστα... ίσως με μια μικρή αμηχανία ... εκείνη πίνει την τελευταία σταγόνα απ το κρασί της... σηκώνεται... τον πλησιάζει και χωρίς να του μιλήσει χώνει βαθιά τη γλώσσα της στο ποθητό του στόμα... τα χέρια της αγκαλιάζουν το λαιμό του... πεινάει... σαν τρελή πεινάει... γι αυτόν... για τα χείλη του... τα χέρια του... το σώμα του... τον έρωτά του... θέλει να σκίσει το πουκάμισό του... να χώσει τα νύχια της στην πλάτη του, να δαγκώσει με λύσσα το λαιμό του, να πάρει την ανάσα του, να τον αφήσει να μπει μέσα της μέχρι να πονέσει ... δε θέλει λόγια, ούτε υποσχέσεις... μόνο στιγμές ... στιγμές μαζί του...
Δεν μπορεί όμως να απολαύσει ... Δεν εξαφανίζεται ο κόσμος γύρω της ... Δεν την αφήνουν να νιώσει... όλα περνάνε από το μυαλό της... όλοι κάτι θέλουν πάντα από εκείνη... γιατί εκείνη τους έχει επιτρέψει ... Δεν μπορεί να αφεθεί ... φοβάται ... τρέμει ... δεν ξεκλειδώνουν έτσι εύκολα οι κλειδαριές μέσα της ... κι είναι τόσες πολλές πια ... Ζει – για άλλη μια φορά - με τις εικόνες του μυαλού της ... με τα γραπτά στα χαρτιά της ... με τα έργα της στη σκηνή ... με τις μουσικές που την ταξιδεύουν... με τα αστεία που μοιράζει για να μην την καταλάβει κανείς ....
Κι εκείνος ο «γνωστός – άγνωστος» συνεχίζει να παραμένει μια φανταστική φιγούρα που της κάνει έρωτα ... που είναι διαφορετικός από όλους τους άλλους... ή που λαχταράει να είναι – επιτέλους – διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους...
Ανάβει ακόμη ένα τσιγάρο... γεμίζει το ποτήρι της κρασί... καπνίζει ... πίνει... ακούει μουσική... κοιτάζει την πόρτα απέναντί της ... είναι κλειστή... γιατί απλά εκείνη δεν πρόκειται να την ανοίξει ... και από τα μάτια της συνεχίζουν να κυλάνε μαύρες θάλασσες που γίνονται κύματα και την παρασέρνουν σε μια ηδονική θλίψη ... γιατί δεν την αφήνουν να ζήσει όπως εκείνη θα ήθελε...
Πώς μπορείς να απωθείς ό,τι ποθείς; ... Η πρόταση χαράζεται μέσα της και τη σκίζει ... για άλλη μια φορά...
Η πόρτα χτυπάει...επίμον, έντονα, διεκδικητικά... ήρθε ... κλείνει το φως δίπλα της... η κάφτρα από το τσιγάρο της θριαμβεύει στο σκοτάδι... δεν του άνοιξε ποτέ...