Δεν της άρεσε να τη φωτογραφίζουν. `Αλλοτε θύμωνε και άλλοτε ντρεπόταν... Αλλά δεν ήθελε με τίποτα να τη φωτογραφίζουν. Κι όταν αυτό τύχαινε, τότε εκείνη, χαμήλωνε τα μάτια, τα μαύρα της μεγάλα μάτια κι απλά περίμενε ...
Κι εγώ ήθελα να τη φωτογραφίζω συνέχεια. Με το μυαλό μου, τη σκέψη μου, τα μάτια μου, με τον πόθο μου ..
Η ελιά πάνω από τα χείλη της. Μαύρη, προκλητική, πρόστυχη, ρομαντική, τελεία στις μισοτελειωμένες προτάσεις μου... `Οταν την έγλειφε με την άκρη της γλώσσας της, όταν την έκρυβε ο καπνός από το τσιγάρο της, όταν μετακινούταν λίγο από το χαμόγελό της, όταν έμενε ακίνητη τις ώρες που κοιμόταν... κάθε στιγμή της ήθελα να είμαι εκεί και να τη βλέπω... χωρίς καν εκείνη να το γνωρίζει...
`Ημουν μικρός όταν την πρωτοσυνάντησα... ή μάλλον πολύ μικρότερός της... Μας σύστησε μια φίλη μου και μαθήτρια της, προκειμένου να ενταχθώ κι εγώ στη θεατρική της ομάδα. Μόλις είχε τελειώσει μια από τις παραστάσεις της κι ήμουν ενθουσιασμένος με ό,τι είχα δει. Συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός, δασκάλα, μητέρα, γυναίκα ... Πολλές ιδιότητες μαζί, μοιρασμένες αρμονικά πάνω της, μέσα της... `Οταν με αντίκρισε καθώς μας σύστηναν, μου χαμογέλασε και τότε για πρώτη φορά πρόσεξα την ελιά της... Κι έμεινα εκεί για λίγο. Μετά το βλέμμα μου πλανήθηκε στα κόκκινα σχηματισμένα χείλη της, στα μάτια της, το βλέμμα της... Μου χάιδεψε το μάγουλο με τη ζεστή της παλάμη και με καλωσόρισε... Ανατρίχιασα για λίγο ολόκληρος... Πρώτη φορά στη ζωή μου... `Ισως ήταν κι ο λόγος που εντάχθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη στο θεατρικό της τμήμα... `Ισως...
Ξεκίνησα να πηγαίνω στα μαθήματα με ενθουσιασμό, λαχτάρα αλλά και ντροπή καθότι ήμουν νέος στην ομάδα. Μα κάθε φορά μου άρεσε και περισσότερο το μάθημά μας, κάθε φορά αισθανόμουν και λίγο πιο όμορφα χωρίς να ξέρω τότε το λόγο... Εκείνη, συνήθιζε να με “πειράζει” κατά τη διάρκεια, μέσα από αστεία, στα πλαίσια του να με κάνει να νιώθω όλο και πιο άνετα... Γελούσαμε όλοι με τα αστεία της και γελούσε κι εκείνη κι εγώ αν και δεν ήθελα να πάρω το βλέμμα μου απο πάνω της, συνήθως είχα τα μάτια χαμηλά...
`Ωσπου αρχίσαμε να μιλάμε λίγο μέσα από μηνύματα. Δε θυμάμαι πια καν το λόγο που ξεκινήσαμε. Νομίζω ήθελε κάπου τη βοήθειά μου... `Ενιωθα να με φλερτάρει, αλλά δεν τολμούσα να το παραδεχτώ. Εκείνη, η γυναίκα με την ελιά πάνω από τα χείλη, πολύ μεγαλύτερή μου, να φλερτάρει ποιον, εμένα; Γιατί;
Μέχρι που ήρθε σπίτι μου ένα βράδυ, να μου φέρει κάτι. Να της δείξω κάτι άλλο... `Ημουν ανήσυχος. Η καρδιά μου χτυπούσε συνέχεια ακανόνιστα. Δεν μπορούσα να σταθώ λεπτό μέσα στο σπίτι μου. `Ενα σπίτι ακατάστατο, αδιάφορο που μου φαινόταν εκείνη τη στιγμή ένα σιδερένιο κλουβί που ήθελα να λυγίσω τα σίδερά του.
Οταν χτύπησε την πόρτα μου κι άνοιξα δεν ήξερα τι να πω πέρα από μια άτσαλη “καλησπέρα”. Εκείνη όμως ήξερε... Πάντα ήταν πολύ καλή στο λόγο... γραπτό και προφορικό...
“Ελπίζω να έχεις παγάκια”, μου είπε χαμογελώντας και μου έδειξε ένα μπουκάλι τσίπουρο που κρατούσε στο χέρι της... “Θέλω να πιω”, συνέχισε, “ελπίζω να μη σε πειράζει”. Δεν ξέρω πόσο βλάκας πρέπει να φαινόμουν εκείνη τη στιγμή μπροστά της. Φορούσα τη φόρμα μου, ένα μπλουζάκι από πάνω και τα αθλητικά μου παπούτσια. Εκείνη ήταν τόσο όμορφη, τόσο φροντισμένη. Θα έβγαινε μετά...
“Να περάσω ή πρέπει να πω και τα κάλαντα πρώτα”, μου είπε σχεδόν ανυπόμονα και με έβγαλε από τις χιλιάδες μου σκέψεις και την απόλυτη αμηχανία μου που ήταν εμφανής πάνω μου...
“Ναι, πέρασε”, κατάφερα να ψελλίσω κι εκείνη την ώρα σκέφτηκα πόσο μαλάκας μπορεί να ήμουν που είχα τόσο ακατάστατο το σπίτι μου... `Εμενα μόνος μου τον τελευταίο χρόνο και το μόνο που δεν με ενδιέφερε ήταν ένα τακτοποιημένο σπίτι... `Οσο εκείνη περιεργαζόταν το χώρο μου, εγώ με βιαστικές κινήσεις άνοιξα το ψυγείο, έβγαλα παγάκια και τα έβαλα σε δύο ποτήρια. Αν και δεν έπινα τότε ιδιαίτερα, ήταν επιτακτική ανάγκη να κυλίσει αλκοόλ στις φλέβες μου εκείνη τη στιγμή για να μπορέσω να την “αντιμετωπίσω”... Εκείνη κάθισε στη δερμάτινη καρέκλα του γραφείου μου και οι κινήσεις της Χριστέ μου ήταν τόσο άνετες, τόσο αρμονικές, τόσο αισθησιακές...
“Μπορώ να καπνίσω”, με ρώτησε με έντονο ύφος ενώ ήδη είχε πιει μονορούφι το πρώτο της ποτήρι... “Μπορώ να σου αρνηθώ άραγε;”, σκέφτηκα από μέσα μου κι αν και σιχαινόμουν τον καπνό, έγνεψα καταφατικά και θα πρέπει να έμοιαζα με καθαρά αυτιστικό...
Κάπνιζε, έπινε, μιλούσε και το βλέμμα της ταξίδευε πάνω μου πολύ έντονα. Καθόμουν απέναντί της κι απλά απαντούσα όπου μπορούσα, έπινα χωρίς να μου αρέσει το τσίπουρο, και έδινα κάποιες πληροφορίες στις απορίες της. Είχα ανοιχτό το παράθυρο δίπλα μου για να φεύγει ο καπνός. Η μυρωδιά από το άρωμά της έμπαινε με θράσος στα ρουθούνια μου και με μεθούσε χωρίς καν να ευθύνεται το ποτό γι αυτό. Τα μακριά μαύρα της μαλλιά, έλαμπαν κάτω από το φωτιστικό μου κι ένιωθα για κείνη ένα δέος. Εκείνη ήταν σπίτι μου... στο δωμάτιό μου... στην καρέκλα μου...
“Θέλω να σε φιλήσω... πρέπει να σε φιλήσω”, μου είπε μισοζαλισμένη με μάτια τόσο υγρά και γεμάτα πόθο... Δεν πρόλαβα να αντιδράσω, δεν πρόλαβα να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε πει εκείνη μόλις τη στιγμή... Με άρπαξε από την μπλούζα και με έσπρωξε επάνω της. Κόλλησε τα βαμμένα της χείλη πάνω στα δικά μου κι άρχισε να με φιλά με πάθος... `Εχασα τον κόσμο ... μπήκα σε έναν άλλο... ζαλίστηκα... μέθυσα... εξανεμίστηκα... έγινα κάποιος άλλος... Το φιλί της ήταν έντονο, διεισδυτικό, έντονο, επώδυνο, Με δάγκωνε με τους κοφτερούς της κυνόδοντες, μου μάτωσε το κάτω χείλος... τη φιλούσα κι εγώ... τα χέρια μου έπιασαν την πλάτη της, το λαιμό της, τα υπέροχα μαλλιά της... Μύριζε τριαντάφυλλο... και η ίδια ήταν ένα τριαντάφυλλο με αγκάθια... Τη σήκωσα με δύναμη από την καρέκλα μου και την κόλλησα στην ντουλάπα μου. Τα ρούχα μου μέσα σε αυτή ανακατεμένα... όπως και τα συναισθήματά μου εκείνες τις στιγμές... Τα σώματά μας ήρθαν τόσο κοντά και ήταν τόσο ωραία η αίσθηση... `Εβαλε τα χέρια της μέσα από τη μπλούζα μου και με γρατζούνισε με τα μακριά βαμμένα κόκκινα νύχια της... Πόνεσα... αλλά αν ήταν έτσι κάθε πόνος θα ήθελα να πονώ συνέχεια... Και ξαφνικά ... με έσπρωξε μακριά της ...
“Θα πέθαινα αν δε σε φιλούσα... Συγνώμη γι αυτό... Πρέπει να φύγω... Εχω αργήσει...”, μου είπε με τη βραχνή της φωνή... τα χείλη της δεν είχαν ίχνος κραγιόν... `Ηταν όμως κατακόκκινα και πρησμένα από το έντονο φιλί μας. Και η ελιά της... αυτή η ελιά της... έμοιαζε τόσο όμορφη... φιλημένη από τα δικά μου χείλη πια ... Αυτή η ελιά πάνω από τα χείλη της, είχε γίνει για λίγο δική μου... κι είχε τόσο ωραία γεύση... `Ηταν η πρώτη φορά που τη φωτογράφησα με το νου μου...
Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει, το βλέμμα της ήταν χαμηλωμένο. Εμοιαζε να ντρεπόταν πια ... Κι εγώ το μόνο που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν να της κάνω έρωτα... να μου κάνει έρωτα... να είμαι μαζί της... μόνο μαζί της...
Πήρε γρήγορα τα πράγματά της και κατευθύνθηκε στην εξώπορτα... Μουδιασμένος, μαγεμένος, ναρκωμένος σχεδόν, την ακολούθησα. Δεν ήθελα να φύγει... ήθελε όμως εκείνη... και φαινόταν...
“Δεν ξέρω τι θα κάνω με σένα”, μου είπε χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια... παρέμενα άφωνος... “Δεν ξέρω όμως και τι θα κάνω χωρίς εσένα...”. `Ανοιξε την πόρτα κι έφυγε... Κι εγώ δεν κατάφερα να πω ούτε “καληνύχτα”...
Πέρασαν μέρες... δεν μπορούσα να ησυχάσω... Δεν μπορούσα να με βρω πουθενά... Ενιωθα χαμένος, πεθαμένος, γεννημένος από την αρχή... Εκείνη... εκείνη ήταν μέσα μου κάθε λεπτό, κάθε στιγμή... εκείνη, που με μεταμόρφωσε σε άντρα μέσα σε δυο γουλιές από τσίπουρο... Δεν τόλμησα να της γράψω κάτι... `Ηθελα... μα δεν τόλμησα... Κι εκείνη, εκείνη δεν έστειλε τίποτα...
Το επόμενο μάθημα πλησίαζε και δεν ήξερα αν θα πάω, πώς θα είμαι, αν θα την κοιτάξω στα μάτια, αν απλά θα φαντάζω σα μαλάκας απέναντί της... Πέθαινα να τη δω όμως... να τη μυρίσω... να κλέψω εικόνες, φωτογραφίες με το νου μου... να δω την ελιά της...
Πρέπει να μετάνιωσε συλλογιζόμουν... `Ηθελα να το μοιραστώ με τους φίλους μου μα δεν μπορούσα... Τι να τους έλεγα; `Οτι φιλήθηκα με τη δασκάλα μου; θα χαλούσα τη μαγεία...
Το μάθημα κύλησε ομαλά... Είχα φέρει και τη φωτογραφική μου κάμερα να τραβήξω κάποιες φωτογραφίες για ένα trailer που θα φτιάχναμε... Εάν δεν έκανα αυτό εκείνη τη μέρα, αν δεν ήμουν κρυμμένος πίσω από το φακό, δεν ξέρω πώς θα έβγαζα ένα ολόκληρο μάθημα... Εκείνη ήταν η γνωστή δασκάλα. Με τα αστεία της, τις ασκήσεις της, τα πειράγματά της. Απέφευγε σε όλη τη διάρκεια να με κοιτάζει... Μόνο θύμωνε όταν έκανα κάποιες απόπειρες να τη βάζω στο πλάνο της φωτογράφισης... Δεν ήταν σε κανένα... `Εδειχνε να ντρέπεται κάποιες στιγμές... `Επινε στο μάθημα... Επινε τσίπουρο... Και το άρωμά της πάλι τρυπούσε τα σωθικά μου...
`Επρεπε να της μιλήσω... να την αγγίξω κάπως... να τη μυρίσω... να βρεθώ μόνος μαζί της... `Ηταν το μοναδικό πράγμα που ήθελα πια στη ζωή μου. Τίποτε άλλο δεν με ενδιέφερε... Τίποτε... Μόνο εκείνη...
Σχολάσαμε κι όλοι μεταξύ τους κανόνιζαν να βγούμε μετά... Και μόνο η ιδέα με θύμωνε... Μου φαίνονταν όλοι αδιάφοροι... μικροί... ασήμαντοι... `Ενιωθα σαν το αγρίμι σε αρένα, μα δεν μπορούσα να αντιδράσω...... Το μυαλό μου όμως κενό...
“Μπορείς να καθίσεις λίγο να δούμε μαζί τις φωτογραφίες που τράβηξες μήπως φτιάξω απόψε το trailer”, με ρώτησε μπροστά σε όλους. `Ηταν η πρώτη φορά μετά από μέρες, που άκουσα τη φωνή της να μιλά σε μένα ... Ανατρίχιασα... Πάγωσα... Οι συμμαθητές μου δεν έδωσαν φυσικά καμία σημασία... Εφυγαν σχεδόν αδιάφοροι... Κάποιος είπε ότι θα μου στείλουν μήνυμα για το πού θα πήγαιναν ώστε να τους βρω μετά... τα λόγια τους πέρασαν από τα αυτιά μου σαν αγέρας...
`Εκλεισε την πόρτα... είχαν όλοι φύγει... ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο... Στεκόμουν απέναντί της, άπραγος, ακίνητος. Καιγόμουν... δεν ήξερα τι να πω... τι να κάνω... τι πρέπει να κάνω... τι πρέπει να πω...
“`Ελα κοντά μου”, σχεδόν με διέταξε... Το έκανα... Εβαλε τα χέρια της στα μαλλιά μου. Τα χάιδεψε. Το βλέμμα της ακολουθούσε τις κινήσεις της. Εσκυψε και μύρισε το λαιμό μου... Πέθαινα καθώς γεννιόμουν στα χέρια της... `Εφερε τα χείλη της στα δικά μου χωρίς να τα ακουμπήσει... Μου ψιθύρισε...
“Είσαι το πιο σωστό μου λάθος... Μου έλειψες... πολύ...”...
`Εκλεισα τα μάτια και τη φίλησα. `Εντονα, με λαχτάρα, με πείνα, με ορμή, με ό,τι είχα μέσα μου για εκείνη...
Κάναμε έρωτα εκείνο το βράδυ... `Ηταν η πρώτη μου φορά... Κι εκείνη που δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου... Δεν ήθελα να τελειώσει εκείνο το βράδυ... `Ομως εκείνη έπρεπε να γυρίσει στα δικά της...
`Ηταν στην αγκαλιά μου... Αισθανόμουν σπουδαίος, μεγάλος, άντρας, πλήρεις, ευτυχισμένος... φοβισμένος...
“Είσαι ευλογία” της είπα ενώ της χάιδευα τα μαλλιά της...
“Και κάποια στιγμή θα γίνω κατάρα... Να το θυμάσαι αυτό”...
Δε με ένοιαζε...
“Αφησέ με να σε φωτογραφίσω”, την παρακάλεσα σχεδόν...
“Αυτό δε γίνεται” είπε απότομα... “Σιχαίνομαι τις φωτογραφίες”, μου απάντησε και σηκώθηκε απότομα να ντυθεί... “Πρέπει να φύγεις... είναι αργά”
“Πρέπει να μείνω... Δε μπορώ χωρίς εσένα” κατάφερα να πω, εκεί στον κόκκινο καναπέ της καθισμένος...
“Αν συνεχίσουμε, κάποια στιγμή δε θα μπορείς με εμένα... μας χωρίζουν πολλά”... Είχε ήδη ντυθεί κι άναψε τσιγάρο. `Εβγαλε από την τσάντα δίπλα της, το κόκκινο κραγιόν της κι έβαψε τα χείλη της με σκυμμένο το βλέμμα πάλι... μετά πήρε ένα τριαντάφυλλο από το βάζο κι έπαιζε αμήχανα με αυτό... `Ηθελε να φύγω... `Ηθελα να μείνω... `Επρεπε να κάνω ό,τι εκείνη επιθυμούσε όμως...
Δε μιλήσαμε άλλο... Ντύθηκα αμήχανα και ένιωθα να με πνίγει ένα βάρος στο στήθος... `Ημουν έτοιμος για να εξαφανιστώ... Πήρα την κάμερα στα χέρια μου. Εκείνη είχε τελειώσει το τσιγάρο της και κρατούσε ακόμη το τριαντάφυλλο στα χέρια της... Είχε ακόμη το βλέμμα της σκυμμένο... Θα έδινα τα πάντα για να μάθω τι σκεφτόταν... Χωρίς να το σκεφτώ, έφερα την κάμερά μου στο μάτια μου, την άνοιξα και την έβγαλα μια φωτογραφία. Μια φωτογραφία από την ελιά της μέχρι το τριαντάφυλλο στα όμορφα κομψά χέρια της...
`Ακουσε το θόρυβο. Σήκωσε το βλέμμα της ξαφνιασμένη, θυμωμένη...
Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ανοιξα γρήγορα την πόρτα, κοντοστάθηκα μια στάλα...
“Σ αγαπώ” της είπα κι εξαφανίστηκα από μπροστά της...