Παιχνίδι για δύο


  • Φίλιππος. Σαρανταπεντάρης εργένης και καταξιωμένος συγγραφέας αστυνομικών βιβλίων που έγιναν best seller, Γοητευτικός και αρκετά εύπορος . `Ωσπου μια μέρα σηκώθηκε, άνοιξε το κομπιούτερ του και παρακολουθούσε τον κέρσορα να παίζει ρυθμικά στην άσπρη οθόνη σαν να του έλεγε ειρωνικά «εγώ παίζω, κάτι κάνω. Εσύ τι με κοιτάς άπραγος;». Το ίδιο σκηνικό κράτησε μέρες αρκετές, που οι μέρες έγιναν εβδομάδες και οι εβδομάδες μήνες. Το μπουκάλι με το ουίσκι στο γραφείο ανανεωνόταν συχνά, το ίδιο και τα πακέτα με τα τσιγάρα. `Όχι όμως και οι ιδέες, οι εμπνεύσεις, τα ερεθίσματα. Είχε φτάσει τους έξι μήνες και πάλι τίποτα δεν μπορούσε να γράψει. `Εσκαγε, πνιγόταν, κόντευε να τρελαθεί. Τριγυρνούσε άσκοπα τα βράδια σε μπαρ, σε σκοτεινές γωνίες, μήπως βρει ένα ερέθισμα που θα τον ξεσήκωνε... Μα και πάλι τίποτε. Κενό…

    Μυρτώ. Μια νέα συγγραφέας. Με πολύ ταλέντο, λίγες ευκαιρίες κι ακόμα πιο λίγες γνωριμίες. Μόλις είχε εκδοθεί το πρώτο της μυθιστόρημα και έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. `Εψαχνε τρόπους για να προωθήσει το βιβλίο της μια και αποδείχτηκε πως ο εκδότης της απλά αρκέστηκε στο να τοποθετήσει το βιβλίο της στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Η Μυρτώ διψασμένη για δόξα, άρχισε να ψάχνει στο ίντερνετ για οτιδήποτε θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Διαγωνισμούς, άλλους συγγραφείς, σεναριογράφους, κριτικούς βιβλίων προκειμένου να τη συμβουλέψουν, να τη βοηθήσουν… Πόσα μηνύματα δεν έστειλε…

    «1 νέο e-mail”, έγραφε στην οθόνη του Φίλιππου. `Ηταν από τη Μυρτώ. Ενδιαφέρον του φάνηκε. Τον παρακαλούσε να του στείλει το βιβλίο της, να το διαβάσει και να της πει τη γνώμη του. Εκείνος, δεν είχε τίποτε να χάσει κι έτσι το αγόρασε. Το διάβασε μέσα σε ένα πρωινό κι ενθουσιάστηκε… `Όχι τόσο με το κείμενό της όσο με τη φωτογραφία της που είχε στο εσώφυλλο. Και κάπου εκεί άρχισαν όλα…

    Αρχίζει μια ηλεκτρονική επικοινωνία καθημερινά. Στην αρχή απλή, σχεδόν τυπική. Μα όσο περνάνε οι μέρες οι τυπικότητες παραμερίζουν και μπαίνουν τα κομπλιμέντα, τα «σ’ ευχαριστώ πολύ για όσα κάνεις για μένα», «ενθουσιάστηκα με το βιβλίο σου, είσαι πραγματικό ταλέντο κοπέλα μου»… Αυτός στέλνει σε γνωστούς του δημοσιογράφους κριτικές για το βιβλίο της κι εκείνη ενθουσιάζεται χωρίς μέτρο.

  • Τα μηνύματα αρχίζουν σιγά - σιγά και γίνονται πιο τολμηρά. Εκείνος θέλει να τη γνωρίσει κι εκείνη από ένστικτο και μόνο διστάζει. `Ωσπου πια δεν έχει δικαιολογία και λέει το ναι. Το ραντεβού δίνεται μια βροχερή Παρασκευή του Νοέμβρη, σ’ ένα μπαρ. Της λέει τη διεύθυνση, την ώρα, τι να φοράει. Ανταλλάσσουν τα νούμερα στα κινητά τους τηλέφωνα. Εκείνη δεν τον γνωρίζει. Σε κανένα από τα βιβλία του δεν υπάρχει η φωτογραφία του. Φτάνει πρώτη. Στέκεται έξω από το μαγαζί και κοιτάζει το ρολόι της. Είναι ακριβέστατη. Ετοιμάζεται να μπει κι η καρδιά της χτυπά σαν τρελή, όταν ο ήχος από το κινητό της την ειδοποιεί πως έχει εισερχόμενο μήνυμα: «Θ’ αργήσω λιγάκι. Μπες σε παρακαλώ και κάθισε στο τραπέζι εκείνο που έχει επάνω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Φίλιππος». Η Μυρτώ διστάζει και θυμώνει. Δεν θέλει να μπει και να είναι μόνη της στο μαγαζί. Μα το άγνωστο και η πρόκληση την ξεσηκώνουν. Μπαίνει μέσα στο σκοτεινό περιβάλλον του μπαρ και προσπαθεί διακριτικά να βρει το άδειο τραπέζι με το κόκκινο τριαντάφυλλο. Είναι στη μέση του μαγαζιού. Ένα τραπέζι με δυο αντικριστές καρέκλες. Κοιτάζει γύρω της μα δεν διακρίνει και πολλά. Είναι γεμάτο κόσμο. Κάθεται κι ανάβει αμέσως ένα τσιγάρο. Στην πρώτη βαθιά ρουφηξιά έρχεται ο σερβιτόρος και της αφήνει μπροστά της ένα ποτήρι παγωμένο κρασί και ένα φάκελο. Η Μυρτώ δεν προλαβαίνει ν’ αντιδράσει. Πίνει μια γουλιά από το κρασί της κι ανοίγει αργά το φάκελο. «Κάνε το τσιγάρο σου και πιες μονορούφι το κρασί σου. Μετά σήκω και πήγαινε στις τουαλέτες. Πάρε μαζί σου το κινητό σου». Αφήνει το χαρτί κάτω και ψάχνει με τα μάτια της τριγύρω. Εχει την εντύπωση πως ο Φίλιππος είναι κάπου εκεί μέσα και την παρακολουθεί. Μα δεν μπορεί να είναι σίγουρη… Το τσιγάρο της τελείωσε σε τρεις ρουφηξιές. Το ίδιο και το κρασί της. Που κύλησε στις φλέβες της και ζάλισε τις αισθήσεις της. Της άρεσε όμως, της έδιωξε τις αναστολές. Σηκώθηκε κι ελαφρώς παραπάτησε. Χαμογέλασε. Ωραία αίσθηση. Πού ήταν οι τουαλέτες; Της είπαν. Κατευθύνθηκε προς τα κει κρατώντας σφικτά το κινητό της στο χέρι που ίδρωνε. Μπήκε μέσα και τα ψυχρά φώτα την τύφλωσαν. Κοντοστάθηκε μην ξέροντας τι να κάνει. Και τότε ξαναχτύπησε το κινητό της. Νέο μήνυμα: «Κλείσε τα μάτια σου εκεί που είσαι και μην κουνηθείς». Χωρίς να σκεφτεί τα έκλεισε. Και μαζί με αυτά έκλεισαν και τα φώτα. Δυο χείλη ζεστά ακούμπησαν το λαιμό της και μια καυτή ανάσα χάιδεψε τα μαλλιά της. «Μην κουνηθείς» της είπε η αντρική βραχνή φωνή. Τα χέρια του ακούμπησαν τη μέση της και η καρδιά της κόντεψε να σπάσει από την αγωνία και την έξαψη. Ο άντρας στεκόταν από πίσω της και τα σώματά τους ακουμπούσαν το ένα το άλλο. Τα μάτια της ήταν σφαλισμένα και τα χέρια σφικτά σε μπουνιές. Το χέρι του χάιδεψε τα μαλλιά της και τα χείλη του κινήθηκαν στον ώμο της. Με το άλλο του χέρι έδωσε ένα χαρτί στο σφιγμένο της χέρι και σε κλάσματα δευτερολέπτου εξαφανίστηκε. `Ανοιξε τα μάτια της και μαζί μ αυτά άναψαν και τα φώτα. `Ηταν και πάλι μόνη της στον ψυχρό χώρο.

  • Κοίταξε το τσαλακωμένο χαρτί. `Επρεπε να βρει την αυτοκυριαρχία της. Δεν πρόλαβε. Δυο νέα κορίτσια μπήκαν σαν χείμαρρος στην τουαλέτα γελώντας δυνατά. `Εφυγε σχεδόν τρέχοντας από κει μέσα και κάθισε χωρίς ανάσα στην καρέκλα της. Τα τριαντάφυλλα στο τραπέζι είχαν γίνει δύο. Το κρασί είχε ανανεωθεί. `Ανοιξε το χαρτί που κρατούσε στο ιδρωμένο της χέρι και διάβασε αργά: «Το παιχνίδι για δύο μόλις άρχισε Μυρτώ μου… Φίλιππος…» Η Μυρτώ χαμογέλασε. Το ξαναδιάβασε ένα σωρό φορές. Κάθε γράμμα αποτυπώθηκε στο μυαλό της. Η φαντασία της οργίαζε. Η έξαψη της έφερε στάλες ιδρώτα στο μέτωπό της. Ο λαιμός της είχε την αίσθηση των χειλιών του. `Ηταν έτοιμη για παιχνίδι, για ματαιοδοξία, για φήμη και δόξα. `Ηταν έτοιμη για όλα…

    Ο Φίλιππος γύρισε σπίτι του. Κάθισε μπροστά στο αναμμένο του κομπιούτερ κι άρχισε να γράφει χωρίς σταματημό. `Ηταν έτοιμος για παιχνίδι, για συγγραφή, για best seller βιβλίο. `Ηταν έτοιμος για όλα. Γιατί όλα μόλις είχαν αρχίσει… Και για τους δύο…